- συγκινοῦσαν
- συγκινέωstir uppres part act fem acc sg (attic epic doric)συγκῑνοῦσαν , συγκινέωstir uppres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ζαλοκώστας, Γεώργιος — (Συρράκο, Ήπειρος 1805 – Αθήνα 1858). Ποιητής και αγωνιστής του 1821. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, στο Λιβόρνο, όπου υπήρχε ακμαία ελληνική παροικία (κυρίως Ηπειρώτες) και πολλοί οπαδοί του Ρήγα (αργότερα έγινε και αυτός θαυμαστής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ταγκόρ, Ραμπιντρανάθ — (Καλκούτα 1861 – Σάντι Νικέταν, Μπολμπούρ 1941). Ινδός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μουσικός και φιλόσοφος: το επίθετο Ταγκόρ είναι η αγγλοποιημένη μορφή του βεγγαλικού Θακούρ. Το οικογενειακό περιβάλλον, με παλαιά θρησκευτική και πνευματική… … Dictionary of Greek
Τσόρτσιλ, σερ Ουίνστον Λέοναρντ Σπένσερ — (Churchill, Οξφόρδη 1874 – Λονδίνο 1965). Άγγλος πολιτικός. Γιος του λόρδου Ράντολφ, τριτότοκου του δούκα του Μάρλμπορο, άρχισε τις σπουδές του στο Χάροου και τις συνέχισε στη στρατιωτική σχολή του Σάντχερστ, απ’ όπου βγήκε το 1895 αξιωματικός… … Dictionary of Greek
Φόπα, Βιντσέντσο — (1427/30 – 1516). Ιταλός ζωγράφος. Αντί να μιμηθεί τους συγχρόνους του μεγάλους ζωγράφους της Τοσκάνης, προτίμησε την τεχνοτροπία του Τζοβάνι ντα Μιλάνο, του Τομάζο ντα Μοντένα και του Αλτικιέρο, ζωγράφων του 14ου αι., που τον συγκινούσαν με την… … Dictionary of Greek